- ἀκατάλυτος
- ἀκατάλῡτος , ἀκατάλυτοςindissolublemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάλυτος — η, ο (Α ἀκατάλυτος, ον) [καταλύω] αυτός που δεν καταλύεται ο αιώνιος νεοελλ. 1. αυτός που δεν φθείρεται, ο ανθεκτικός 2. (για θρησκευτική νηστεία) η μέρα κατά την οποία δεν επιτρέπεται η κατάλυση, η κατανάλωση πασχαλινού φαγητού … Dictionary of Greek
ακατάλυτος — η, ο 1. αυτός που δεν καταργείται, αιώνιος: Υπάρχουν ορισμένες ακατάλυτες ηθικές αρχές. 2. στερεός, άφθαρτος: Το ύφασμα αυτό είναι ακατάλυτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… … Dictionary of Greek
ἀκαταλύτως — ἀκαταλύ̱τως , ἀκατάλυτος indissoluble adverbial ἀκαταλύ̱τως , ἀκατάλυτος indissoluble masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάλυτον — ἀκατάλῡτον , ἀκατάλυτος indissoluble masc/fem acc sg ἀκατάλῡτον , ἀκατάλυτος indissoluble neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Äon (Theologie) — Der Begriff Äon stammt vom Griechischen ὁ αἰών (ho aión, aus archaischem Griechisch ὁ αἰϝών; aiwón)) und kann, je nach Zusammenhang, in dem das Wort steht, Lebenszeit, Leben, Generation, Zeit, Zeitdauer, Zeitraum und Ewigkeit bedeuten[1]. Im… … Deutsch Wikipedia
άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση … Dictionary of Greek
άρρηκτος — η, ο (AM ἄρρηκτος, ον) ο σταθερός, ο στερεός αρχ. 1. ο άθραυστος, ο ακατάλυτος, ο σκληρός 2. ο πυκνός, ο αδιάσπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρηκτός < ρήγνυμι (πρβλ. αλίρρηκτος)] … Dictionary of Greek
άφθαρτος — η, ο (AM ἄφθαρτος, ον) [φθαρτός] αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά 2. ακατάλυτος, αθάνατος, αιώνιος … Dictionary of Greek